- εριουργικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἐριουργικός, -ή,-όν) [εριουργία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εριουργία, ο χρήσιμος στην εριουργίανεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η εριουργικήη εριουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριουργικά — ἐριουργικός for wool work neut nom/voc/acc pl ἐριουργικά̱ , ἐριουργικός for wool work fem nom/voc/acc dual ἐριουργικά̱ , ἐριουργικός for wool work fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργικόν — ἐριουργικός for wool work masc acc sg ἐριουργικός for wool work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργική — ἐριουργικός for wool work fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργικῶς — ἐριουργικός for wool work adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργικῷ — ἐριουργικός for wool work masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)